σφαιριστήριο

σφαιριστήριο
το
1. μέρος όπου παίζουν διάφορα παιχνίδια: Όλη μέρα βρίσκεται στα σφαιριστήρια.
2. είδος παιχνιδιού με μικρές μπάλες, μπιλιάρδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφαιριστήριο — το / σφαιριστήριον ΝΑ τόπος όπου παίζονται διάφορα παιχνίδια με σφαίρα νεοελλ. 1. το μπιλιάρδο 2. το τραπέζι πάνω στο οποίο παίζεται αυτό το παιχνίδι 3. είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον) …   Dictionary of Greek

  • καραμπόλα — η 1. α) επιτυχημένο χτύπημα τής σφαίρας στο σφαιριστήριο, στο μπιλιάρδο, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες β) είδος παιγνιδιού στο σφαιριστήριο κατά το οποίο κερδίζει όποιος επιτύχει τις περισσότερες καραμπόλες 2. μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

  • θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… …   Dictionary of Greek

  • μπάτσικα — η 1. είδος χαρτοπαιγνίου, η τριανταμία 2. είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με το σφαιριστήριο, το μπιλιάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bazzica] …   Dictionary of Greek

  • μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …   Dictionary of Greek

  • σφαιρίστρα — ἡ, Α το σφαιριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • μπιλιάρδο — το (λ. ιταλ.), το σφαιριστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”