σφαιριστήριο — το / σφαιριστήριον ΝΑ τόπος όπου παίζονται διάφορα παιχνίδια με σφαίρα νεοελλ. 1. το μπιλιάρδο 2. το τραπέζι πάνω στο οποίο παίζεται αυτό το παιχνίδι 3. είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον) … Dictionary of Greek
καραμπόλα — η 1. α) επιτυχημένο χτύπημα τής σφαίρας στο σφαιριστήριο, στο μπιλιάρδο, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες β) είδος παιγνιδιού στο σφαιριστήριο κατά το οποίο κερδίζει όποιος επιτύχει τις περισσότερες καραμπόλες 2. μτφ. α)… … Dictionary of Greek
θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… … Dictionary of Greek
μπάτσικα — η 1. είδος χαρτοπαιγνίου, η τριανταμία 2. είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με το σφαιριστήριο, το μπιλιάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bazzica] … Dictionary of Greek
μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… … Dictionary of Greek
σφαιρίστρα — ἡ, Α το σφαιριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μπιλιάρδο — το (λ. ιταλ.), το σφαιριστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)